κολάσιμος

κολάσιμος
η , ο [ος , ον ] достойный осуждения; наказуемый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κολάσιμος" в других словарях:

  • κολάσιμος — η, ο αυτός που είναι άξιος τιμωρίας, αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί, καταδικαστέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • κολάσιμος — η, ο ο άξιος τιμωρίας, αξιόποινος: Η πράξη αυτή είναι κολάσιμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αξιόποινος — η, ο (Α ἀξιόποινος, ον) αυτός που αξίζει να τιμωρηθεί, ο κολάσιμος αρχ. εκείνος που επιβάλλει την τιμωρία που πρέπει …   Dictionary of Greek

  • ατιμώρητος — η, ο (AM ἀτιμώρητος, ον) 1. αυτός που δεν τιμωρήθηκε για κάποιο παράπτωμα 2. ο χωρίς εκδίκηση νεοελλ. αυτός που δεν υπόκειται σε τιμωρία, ο μη κολάσιμος μσν. ανώδυνος αρχ. αβοήθητος, ανυπεράσπιστος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»